όζον

όζον
Αέριο με χαρακτηριστική διαπεραστική οσμή που αποτελείται από μία αλλοτροπική μορφή του οξυγόνου· έχει τριατομικό μόριο, αντίστοιχο στον τύπο Ο3. Την ύπαρξή του εντόπισε ο Ολλανδός Μάρτιν βαν Μάρουμ (1750-1837) το 1785, με αφορμή την ιδιάζουσα οσμή κατά την πρόκληση ηλεκτρικών σπινθήρων, και την απέδειξε ο Γερμανός χημικός Κρίστιαν Φρήντριχ Σαίνμπαϊν (1799-1868) το 1840. Τη σύσταση του διευκρίνισε οριστικά ο Άγγλος χημικός σερ Μπέντζαμιν Μπρόντι (1817-1880) το 1872. Το ό. διαφέρει από το κανονικό οξυγόνο, το οποίο έχει διατομικό μόριο, ακριβώς στον αριθμό των ατόμων που αποτελούν το μόριό του. Στην υγρή κατάσταση είναι μπλε λουλακί, στην αέριο είναι έντονο ιώδες· βράζει στους -111,5° C και τήκεται στους -251,4° C. Λίγο πιο διαλυτό στο νερό από το οξυγόνο, και πρακτικά σταθερό στην κανονική θερμοκρασία, το καθαρό ό. είναι ισχυρά εκρηκτικό. Το κανονικό οξυγόνο είναι αρκετά σταθερώτερο από το ό. και μπορεί να μετασχηματιστεί σε ό. με επίδραση ηλεκτρικών εκκενώσεων, όπως συμβαίνει στην ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται ακόμα και στη βιομηχανική παρασκευή του ό. σε συσκευές που ονομάζονται οζονοποιητές ή οζονιστήρες. Το ό. σχηματίζεται ακόμα και από την επίδραση των καθοδικών ακτίνων και από τις ακτινοβολίες των ραδιενεργών σωμάτων όπως των ακτίνων X. Το ό. αντιδρά με όλες τις ακόρεστες οργανικές ενώσεις και σχηματίζει πολυοξυγονωμένα ασταθή παράγωγα, τα οποία προκαλούν, με διάσπαση, σχάση του μορίου στο μέρος του διπλού δεσμού, με σχηματισμό τελικών οξυγονωμένων ομάδων, αλδεϋδικών και καρβοξυλικών. Το φαινόμενο αυτό, που λέγεται οζονόλυση, χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την παραγωγή του αζελαϊκού και πελαργονικού οξέος από το ελαϊκό οξύ. Για τις δραστικές οξειδωτικές ιδιότητες του, το ό. χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό, αποσμητικό και αποχρωστικό. Στις εγκαταστάσεις ύδρευσης είναι προτιμότερο, αν και δαπανηρότερο από το χλώριο, επειδή δεν αφήνει οσμή και γεύση στο νερό. Οι σημαντικότερες εγκαταστάσεις δημόσιας ύδρευσης με χρησιμοποίηση ό. λειτουργούν στη Φιλαδέλφεια και στο Παρίσι. Σχηματική παράσταση της λειτουργίας ενός οζονιστήρα: 1- είσοδος του οξυγόνου (ή του αέρα)? 2- είσοδος του νερού ψύξης? 3- μετατροπέας? 4- νερό ψύξης? 5 - γυάλινος σωλήνας? 6 - εσωτερικό ηλεκτρόδιο? 7- εξωτερικός σωλήνας από ανοξείδωτο χάλυβα? 8- έξοδος του όζοντος? 9- έξοδος του νερού ψύξης.
* * *
το
(χημ.-μετεωρ.) χημικό στοιχείο με χημικό τύπο Ο3 —δηλαδή το μόριό του αποτελείται από τρία άτομα οξυγόνου— που είναι αέριο κυανωπού χρώματος με δριμεία διαπεραστική οσμή, απαντά στην ατμόσφαιρα τής Γης και ιδίως στην οζονόσφαιρα και έχει μεγάλη οξειδωτική ικανότητα και ικανότητα απορρόφησης τών υπεριωδών ακτινοβολιών, ιδιότητες χάρη στις οποίες είναι μεν τοξικό και επικίνδυνο για τον οργανισμό όταν εισάγεται σε αυτόν με εισπνοή, αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζει την υγιεινότητα τού αέρα και εμποδίζει τις σκληρές υπεριώδεις ακτίνες να φθάσουν μέχρι το έδαφος, γεγονός που αν δεν συνέβαινε θα ήταν αδύνατη η ύπαρξη οποιασδήποτε μορφής ζωής στην επιφάνεια τού πλανήτη μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozone < ουδ. μτχ. ὄζον τού ὄζω «αναδίδω οσμή». Η. λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • όζον — το μορφή του οξυγόνου, που αποτελείται από ένα άτομο και ένα μόριο αυτού του στοιχείου και βρίσκεται στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄζον — ὄζος bough masc acc sg ὄζω smell pres part act masc voc sg ὄζω smell pres part act neut nom/voc/acc sg ὄζω smell imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὄζω smell imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οζοντίζω — και οζονίζω χημ. 1. μετατρέπω σε όζον ή εμπλουτίζω με όζον 2. διαποτίζω ένα σώμα με όζον για να το αποστειρώσω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οζον(τ)ισμένος, η, ο εμπλουτισμένος με όζον ή μετασχηματισμένος σε όζον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

  • στρατόσφαιρα — Η ανώτερη ζώνη της ατμόσφαιρας. Η σ. χαρακτηρίζεται από σταθερή θερμοκρασία, ανάλογα με το ύψος. Η ύπαρξη της περιοχής αυτής στην ατμόσφαιρα, στην οποία η θερμοκρασία ελαττώνεται με το ύψος, αλλά μένει συνολικά στάσιμη και μάλιστα αυξάνει… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • οζονιστήρας — ο χημ. συσκευή που χρησιμεύει για την παρασκευή οζονισμένου οξυγόνου ή εμπλουτισμένου με όζον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozoniseur / ozonateur < οζονίζω (< όζον*) + κατάλ. τήρας] …   Dictionary of Greek

  • οζοντισμός — και οζονισμός, ο χημ. χημική διεργασία που συνίσταται στην κατεργασία ενός σώματος με όζον για τη χημική μετατροπή του ή την αποστείρωση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozonisation (< όζον* + ισμός*)] …   Dictionary of Greek

  • οζοντομετρία — και οζονομετρία, η χημ. μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού τής περιεκτικότητας τού αέρα ή τού οξυγόνου σε όζον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozonometrie (< όζον* + μετρία < μέτρο)] …   Dictionary of Greek

  • озон — книжное заимствование из франц. оzоnе, нем. Оzоn, введено Хр. Ф. Шёнбейном в 1840 г. От греч. ὄζον : ὄζω благоухаю ; см. Гамильшег, ЕW 658; Клюге Гётце 429 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Nicostrate (mythologie) — Pour les articles homonymes, voir Nicostrate. Dans la mythologie grecque, Nicostrate (en grec ancien Νικόστρατος / Nikóstratos) est un des Atrides. Il n est cité que par quelques sources qui sont confuses à son égard : dans le Catalogue des… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”